Η μεταβίβαση του τελευταίου πακέτου μετοχών της ΕΥΔΑΠ στο ΤΑΙΠΕΔ προς πώληση πρόκειται να αποξενώσει το Δημόσιο από την Εταιρεία, αναιρώντας τον κοινωφελή χαρακτήρα της. Με δεδομένο ότι οι υπηρεσίες της είναι αναγκαίες για την επιβίωση του πληθυσμού και παρέχονται μονοπωλιακώς, η πώλησή της από το Δημόσιο παραβιάζει τη συνταγματική υποχρέωση της πολιτείας για προστασία της υγείας των πολιτών. Αυτός είναι ο πυρήνας της απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, που δημοσιεύθηκε χθες και αναμφίβολα θα επηρεάσει την πορεία κάποιων αποκρατικοποιήσεων.
Η απόφαση 1906/14 της Ολομέλειας για την ΕΥΔΑΠ παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς είναι η πρώτη φορά που μία από τις αποκρατικοποιήσεις του Μεσοπρόθεσμου 2012-2015 απαγορεύεται ως αντίθετη στο δημόσιο συμφέρον, χωρίς να υπάρχουν περιθώρια «ελιγμών». Το ΣτΕ απέρριψε την προσφυγή για τη ΔΕΠΑ, ενώ για τυπικούς λόγους δεν εξέτασε τις περιπτώσεις των ΕΥΑΘ, ΟΛΠ και ΟΛΘ. Πιο συγκεκριμένα:
• Το ΣτΕ απέρριψε την προσφυγή ενάντια στη μεταβίβαση της Δημόσιας Επιχείρησης Παροχής Αερίου (ΔΕΠΑ), καθώς «δεν λειτουργεί ως επιχείρηση μονοπωλίου στον τομέα της ενέργειας, αλλά ως επιχείρηση παροχής φυσικού αερίου σε ελεύθερη αγορά» και ως εκ τούτου «οι αιτούντες έχουν εναλλακτικές λύσεις και δεν απειλούνται με στέρηση αγαθού απολύτως απαραίτητου για τις βιοτικές ανάγκες τους».
• Οπως επισημαίνει, το Δημόσιο είχε απολέσει από το 2011 την πλειοψηφία των μετοχών της ΕΥΔΑΠ, με τη μεταβίβαση στο ΤΑΙΠΕΔ του 27,3%. Συνεπώς, με τη μεταβίβαση του τελευταίου 34% της Εταιρείας το 2012, «το ελληνικό Δημόσιο αποξενώνεται πλήρως από το μετοχικό κεφάλαιο της ΕΥΔΑΠ Α.Ε.».
• Ο χαρακτήρας της δημόσιας επιχειρήσεως «αναιρείται στην περίπτωση της αποξένωσης του ελληνικού Δημοσίου (...). Στην περίπτωση αυτή η δημόσια επιχείρηση ιδιωτικοποιείται όχι μόνον τύποις (...) αλλά και κατ’ ουσίαν, μετατρεπόμενη σε ιδιωτική επιχείρηση», αναφέρει. «Η δε κατ’ ουσίαν μετατροπή της δημόσιας επιχείρησης σε ιδιωτική, που λειτουργεί με γνώμονα το κέρδος, καθιστά αβέβαιη τη συνέχεια της εκ μέρους της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφελείας και δη ποιότητας, η οποία δεν εξασφαλίζεται πλήρως με την κρατική εποπτεία».
• Επεκτείνοντας το σκεπτικό του, το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο επισημαίνει ότι «οι υπηρεσίες της ΕΥΔΑΠ παρέχονται μονοπωλιακώς σε μεγάλο πληθυσμό (...), από δίκτυα μοναδικά στην περιοχή».
• Και καταλήγει: «Αβεβαιότητα ως προς τη συνέχεια παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφελείας με αυτόν τον βαθμό αναγκαιότητας δεν συγχωρείται από το άρθρο 5 του Συντάγματος (...) που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην προστασία της υγείας και από το άρθρο 21 (...) που ορίζει ότι το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών».
Οι αναφορές της απόφασης σε υπηρεσία που παρέχεται μονοπωλιακά και σχετίζεται άμεσα με την υγιεινή διαβίωση των πολιτών είναι μάλλον δεδομένο ότι καλύπτουν και την ΕΥΑΘ, αφού το Δικαστήριο βασίστηκε στον κοινωφελή χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας, η δε κρατική εποπτεία (ρυθμιστική αρχή) κρίθηκε ανεπαρκής να προστατεύσει το δημόσιο συμφέρον.
Η απόφαση 1906/14 της Ολομέλειας για την ΕΥΔΑΠ παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς είναι η πρώτη φορά που μία από τις αποκρατικοποιήσεις του Μεσοπρόθεσμου 2012-2015 απαγορεύεται ως αντίθετη στο δημόσιο συμφέρον, χωρίς να υπάρχουν περιθώρια «ελιγμών». Το ΣτΕ απέρριψε την προσφυγή για τη ΔΕΠΑ, ενώ για τυπικούς λόγους δεν εξέτασε τις περιπτώσεις των ΕΥΑΘ, ΟΛΠ και ΟΛΘ. Πιο συγκεκριμένα:
• Το ΣτΕ απέρριψε την προσφυγή ενάντια στη μεταβίβαση της Δημόσιας Επιχείρησης Παροχής Αερίου (ΔΕΠΑ), καθώς «δεν λειτουργεί ως επιχείρηση μονοπωλίου στον τομέα της ενέργειας, αλλά ως επιχείρηση παροχής φυσικού αερίου σε ελεύθερη αγορά» και ως εκ τούτου «οι αιτούντες έχουν εναλλακτικές λύσεις και δεν απειλούνται με στέρηση αγαθού απολύτως απαραίτητου για τις βιοτικές ανάγκες τους».
• Οπως επισημαίνει, το Δημόσιο είχε απολέσει από το 2011 την πλειοψηφία των μετοχών της ΕΥΔΑΠ, με τη μεταβίβαση στο ΤΑΙΠΕΔ του 27,3%. Συνεπώς, με τη μεταβίβαση του τελευταίου 34% της Εταιρείας το 2012, «το ελληνικό Δημόσιο αποξενώνεται πλήρως από το μετοχικό κεφάλαιο της ΕΥΔΑΠ Α.Ε.».
• Ο χαρακτήρας της δημόσιας επιχειρήσεως «αναιρείται στην περίπτωση της αποξένωσης του ελληνικού Δημοσίου (...). Στην περίπτωση αυτή η δημόσια επιχείρηση ιδιωτικοποιείται όχι μόνον τύποις (...) αλλά και κατ’ ουσίαν, μετατρεπόμενη σε ιδιωτική επιχείρηση», αναφέρει. «Η δε κατ’ ουσίαν μετατροπή της δημόσιας επιχείρησης σε ιδιωτική, που λειτουργεί με γνώμονα το κέρδος, καθιστά αβέβαιη τη συνέχεια της εκ μέρους της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφελείας και δη ποιότητας, η οποία δεν εξασφαλίζεται πλήρως με την κρατική εποπτεία».
• Επεκτείνοντας το σκεπτικό του, το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο επισημαίνει ότι «οι υπηρεσίες της ΕΥΔΑΠ παρέχονται μονοπωλιακώς σε μεγάλο πληθυσμό (...), από δίκτυα μοναδικά στην περιοχή».
• Και καταλήγει: «Αβεβαιότητα ως προς τη συνέχεια παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφελείας με αυτόν τον βαθμό αναγκαιότητας δεν συγχωρείται από το άρθρο 5 του Συντάγματος (...) που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην προστασία της υγείας και από το άρθρο 21 (...) που ορίζει ότι το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών».
Οι αναφορές της απόφασης σε υπηρεσία που παρέχεται μονοπωλιακά και σχετίζεται άμεσα με την υγιεινή διαβίωση των πολιτών είναι μάλλον δεδομένο ότι καλύπτουν και την ΕΥΑΘ, αφού το Δικαστήριο βασίστηκε στον κοινωφελή χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας, η δε κρατική εποπτεία (ρυθμιστική αρχή) κρίθηκε ανεπαρκής να προστατεύσει το δημόσιο συμφέρον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου