Του Χρήστου Λάσκου
Το βιβλίο που κάνει κυριολεκτικά θραύση παγκοσμίως είναι το Capital in the 21st Century (Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα). Το βιβλίο του Πικετύ είναι χωρίς αμφιβολία αυτό που διαβάστηκε και συζητήθηκε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο στον αιώνα που διανύουμε. Αποτελεί το απόλυτο bestseller στις ΗΠΑ και ολόκληρο τον κόσμο από τη στιγμή που εκδόθηκε και προσανατολίζει σε σημαντικό βαθμό τη συζήτηση για τα οικονομικά ζητήματα σε πλανητικό επίπεδο.
Ο Πικετύ δεν θα μπορούσε να καταχωριστεί πολιτικά αριστερότερα από μια δεξιά εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας. Πρώην σύμβουλος του Ολάντ, τεχνοκράτης κοντά στο Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα για μεγάλο διάστημα, δεν έχει τη παραμικρή συμπάθεια προς οποιουδήποτε είδους αντικαπιταλισμό. Το αντίθετο: η παρέμβασή του θεωρεί πως συμβάλλει στη διάσωση του συστήματος σε μια στιγμή μείζονος ανισορροπίας. Ας δούμε, όμως, περί τίνος πρόκειται.
Η πορεία των ανισοτήτων
Το Capital in the 21st Century είναι πραγματικά ένα μνημειώδες έργο, το οποίο παρακολουθεί την εξέλιξη του καπιταλισμού σε κλίμακα αιώνων. Αξιοποιώντας εκτεταμένες σειρές στοιχείων αποδεικνύει πως υφίσταται μια σαφής αύξηση των ανισοτήτων στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου στην πορεία της καπιταλιστικής περιόδου της ιστορίας, η οποία θεωρεί πως συνιστά «την κεντρική αντίφαση του καπιταλισμού».
Με τα δικά του λόγια, «το τελικό συμπέρασμα της μελέτης μου είναι πως μια οικονομία της αγοράς βασισμένη στην ιδιωτική ιδιοκτησία, αν αφεθεί… αναπτύσσει ισχυρότατες τάσεις απόκλισης, οι οποίες αποτελούν πιθανές απειλές για τις δημοκρατικές κοινωνίες» (σελ. 571). Κοινώς, το συμπέρασμα είναι πως από το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο έχει επισυμβεί μια τεράστια αύξηση των ανισοτήτων, η οποία, μάλιστα, είναι πολύ πιθανό πως θα διευρυνθεί στα επόμενα χρόνια. Αυτές οι ανισότητες είναι θεμελιωδώς παρασιτικές, στο μέτρο που δεν εξηγούνται από κανενός είδους αξιοκρατικές διανομές, αλλά αποκλειστικά και μόνο από την κληρονομιά πλούτου και προνομίων.
Ο Πικετύ ανιχνεύει στη διάρκεια του σύντομου εικοστού αιώνα μια πορεία των ανισοτήτων στον πλούτο σχήματος U. Εκκινώντας από το 1914 έχουμε μια μείωση των ανισοτήτων, που οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην πελώρια καταστροφή πλούτου που σήμαναν οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι και η Μεγάλη Ύφεση του Μεσοπολέμου, ενώ μετά από το 1945 αρχίζει μια αύξηση, που αντιστοιχεί στη «φυσική» τάση της καπιταλιστικής δυναμικής και οδηγεί την κατάσταση σε ακραία όρια. Όλα τα στοιχεία δείχνουν πως ο 21ος αιώνας θα είναι πολύ περισσότερο άνισος ακόμη και από το 19ο. Προκειμένου, λοιπόν να αντιμετωπιστεί αυτή η εξέλιξη, καθώς και η πιθανή κοινωνική έκρηξη, θα πρέπει να επιβληθεί σε παγκόσμιο επίπεδο φορολογία στον πλούτο, ως αντεπιδρώσα ενέργεια έτσι ώστε τουλάχιστον να μετριαστεί αυτή η νομοτελειακή για τον καπιταλισμό εξέλιξη.
Με τα δικά του λόγια, «το τελικό συμπέρασμα της μελέτης μου είναι πως μια οικονομία της αγοράς βασισμένη στην ιδιωτική ιδιοκτησία, αν αφεθεί… αναπτύσσει ισχυρότατες τάσεις απόκλισης, οι οποίες αποτελούν πιθανές απειλές για τις δημοκρατικές κοινωνίες» (σελ. 571). Κοινώς, το συμπέρασμα είναι πως από το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο έχει επισυμβεί μια τεράστια αύξηση των ανισοτήτων, η οποία, μάλιστα, είναι πολύ πιθανό πως θα διευρυνθεί στα επόμενα χρόνια. Αυτές οι ανισότητες είναι θεμελιωδώς παρασιτικές, στο μέτρο που δεν εξηγούνται από κανενός είδους αξιοκρατικές διανομές, αλλά αποκλειστικά και μόνο από την κληρονομιά πλούτου και προνομίων.
Ο Πικετύ ανιχνεύει στη διάρκεια του σύντομου εικοστού αιώνα μια πορεία των ανισοτήτων στον πλούτο σχήματος U. Εκκινώντας από το 1914 έχουμε μια μείωση των ανισοτήτων, που οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην πελώρια καταστροφή πλούτου που σήμαναν οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι και η Μεγάλη Ύφεση του Μεσοπολέμου, ενώ μετά από το 1945 αρχίζει μια αύξηση, που αντιστοιχεί στη «φυσική» τάση της καπιταλιστικής δυναμικής και οδηγεί την κατάσταση σε ακραία όρια. Όλα τα στοιχεία δείχνουν πως ο 21ος αιώνας θα είναι πολύ περισσότερο άνισος ακόμη και από το 19ο. Προκειμένου, λοιπόν να αντιμετωπιστεί αυτή η εξέλιξη, καθώς και η πιθανή κοινωνική έκρηξη, θα πρέπει να επιβληθεί σε παγκόσμιο επίπεδο φορολογία στον πλούτο, ως αντεπιδρώσα ενέργεια έτσι ώστε τουλάχιστον να μετριαστεί αυτή η νομοτελειακή για τον καπιταλισμό εξέλιξη.
Η ανάγκη φορολόγησης του πλούτου
Πολλά θα μπορούσε ένας μαρξιστής να προσάψει στο βιβλίο του Πικετύ –και πολλά έχουν ήδη προσαφθεί. Εδώ, ωστόσο, το θέμα μου δεν είναι αυτό1. Ό,τι με ενδιαφέρει είναι να δείξω πως ακόμη και οι μετριοπαθέστερες φωνές καλούν σε φορολόγηση του πλούτου. Και η κλήση προκαλεί το ενδιαφέρον ευρύτατων, ακόμη και ακραία φιλοκαπιταλιστικών κύκλων.
Προς επίρρωση αυτού του ισχυρισμού –και ανεξάρτητα από το βιβλίο του Πικετύ- πολλές συντηρητικές δεξαμενές σκέψης, στην προσπάθειά τους να απαντήσουν στο μείζον πρόβλημα της χρέωσης των καπιταλιστικών οικονομιών, που κάνει εξαιρετικά επισφαλή την πορεία για υπέρβαση της κρίσης, διατυπώνουν προτάσεις φορολόγησης της περιουσίας προστρέχοντας στην πραγματικότητα σε αυτό που συνέβη μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην μεταπολεμική «χρυσή τριακονταετία», Στη Γερμανία, κύκλοι του Ινστιτούτου για την Οικονομική Ανάπτυξη (DIW), προτείνουν έκτακτη εισφορά της τάξης του 10% στα 4,5 εκατομμύρια πλουσιότερα νοικοκυριά ώστε να συγκεντρωθούν περί τα 230 δισ. ευρώ, ενώ στη Γαλλία προτείνεται από αντίστοιχους συστημικούς κύκλους εισφορά 17% στις μεγάλες καταθέσεις προκειμένου να περιοριστεί σημαντικά το δημόσιο χρέος, που αναμένεται να προσεγγίσει τα 2τρισ. μέσα στο 2014.
Όπως έγραψε η Εφημερίδα των Συντακτών στις 5 Νοεμβρίου του 2013, «[α]νάλογη εκτίμηση για την αναγκαιότητα μιας έκτακτης φορολόγησης 10% επί των περιουσιακών στοιχείων, προκειμένου να μειωθούν τα κρατικά χρέη, είχε διατυπώσει τον περασμένο Απρίλιο και ο επικεφαλής της Saxo Bank, Steen Jakobsen. Ο «σπόρος» της ιδέας για τη φορολόγηση [του πλούτου] είχε πέσει ήδη από το 2011, όταν ο αμερικανικός κολοσσός Boston Consulting Group είχε προτείνει σε έκθεσή του την επιβολή μιας παγκόσμιας έκτακτης εισφοράς 30% επί όλων των περιουσιακών στοιχείων στα μεσαία και υψηλά εισοδήματα ως την αποδοτικότερη λύση για να μειωθεί το παγκόσμιο χρέος». Όπως σημειώνεται σε αυτή τη μελέτη, δεδομένου πως το υπερβάλλον χρέος είναι 20 τρισ. δολάρια και οι πλουσιότερες κοινωνικές τάξεις κατέχουν πλούτο 74 τρισ. δολάρια, μια τέτοιας έκτασης παρέμβαση θα μπορούσε να επαναφέρει το χρέος σε βιώσιμα επίπεδα.
Όπως προαναφέρθηκε, οι λόγοι για τους οποίους σοσιαλφιλελεύθεροι και δεξιοί ενδιαφέρονται εργωδώς για τη φορολόγηση του πλούτου εκτείνονται από τους φόβους πως η συνέχιση της ίδιας κατάστασης δεν επαναφέρει στην επικαιρότητα μόνο τις περιγραφές της εξαθλίωσης που έκαναν η Τζέην Ώστεν και ο Μπαλζάκ, αλλά μαζί και την εξεγερσιακή δυναμική, που έδωσε τις μεγάλες Επαναστάσεις του παρελθόντος μέχρι την ανησυχία πως τα πράγματα στην παγκόσμια οικονομία δεν πρόκειται να διορθωθούν όσο συνεχίζεται η αργή απομόχλευση των χρεών και δεν αναλαμβάνεται μια εκτεταμένη καταστροφή κεφαλαίου, που αποτελεί τον αναγκαίο όρο για μια πραγματική ανάκαμψη.
Ανεξαρτήτως, πάντως, του λόγου για τον οποίο γίνεται αυτό, η πραγματικότητα είναι πως το συστημικό πολιτικό φάσμα συζητάει πολύ σοβαρά την ανάγκη φορολόγησης του πλούτου.
Προς επίρρωση αυτού του ισχυρισμού –και ανεξάρτητα από το βιβλίο του Πικετύ- πολλές συντηρητικές δεξαμενές σκέψης, στην προσπάθειά τους να απαντήσουν στο μείζον πρόβλημα της χρέωσης των καπιταλιστικών οικονομιών, που κάνει εξαιρετικά επισφαλή την πορεία για υπέρβαση της κρίσης, διατυπώνουν προτάσεις φορολόγησης της περιουσίας προστρέχοντας στην πραγματικότητα σε αυτό που συνέβη μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην μεταπολεμική «χρυσή τριακονταετία», Στη Γερμανία, κύκλοι του Ινστιτούτου για την Οικονομική Ανάπτυξη (DIW), προτείνουν έκτακτη εισφορά της τάξης του 10% στα 4,5 εκατομμύρια πλουσιότερα νοικοκυριά ώστε να συγκεντρωθούν περί τα 230 δισ. ευρώ, ενώ στη Γαλλία προτείνεται από αντίστοιχους συστημικούς κύκλους εισφορά 17% στις μεγάλες καταθέσεις προκειμένου να περιοριστεί σημαντικά το δημόσιο χρέος, που αναμένεται να προσεγγίσει τα 2τρισ. μέσα στο 2014.
Όπως έγραψε η Εφημερίδα των Συντακτών στις 5 Νοεμβρίου του 2013, «[α]νάλογη εκτίμηση για την αναγκαιότητα μιας έκτακτης φορολόγησης 10% επί των περιουσιακών στοιχείων, προκειμένου να μειωθούν τα κρατικά χρέη, είχε διατυπώσει τον περασμένο Απρίλιο και ο επικεφαλής της Saxo Bank, Steen Jakobsen. Ο «σπόρος» της ιδέας για τη φορολόγηση [του πλούτου] είχε πέσει ήδη από το 2011, όταν ο αμερικανικός κολοσσός Boston Consulting Group είχε προτείνει σε έκθεσή του την επιβολή μιας παγκόσμιας έκτακτης εισφοράς 30% επί όλων των περιουσιακών στοιχείων στα μεσαία και υψηλά εισοδήματα ως την αποδοτικότερη λύση για να μειωθεί το παγκόσμιο χρέος». Όπως σημειώνεται σε αυτή τη μελέτη, δεδομένου πως το υπερβάλλον χρέος είναι 20 τρισ. δολάρια και οι πλουσιότερες κοινωνικές τάξεις κατέχουν πλούτο 74 τρισ. δολάρια, μια τέτοιας έκτασης παρέμβαση θα μπορούσε να επαναφέρει το χρέος σε βιώσιμα επίπεδα.
Όπως προαναφέρθηκε, οι λόγοι για τους οποίους σοσιαλφιλελεύθεροι και δεξιοί ενδιαφέρονται εργωδώς για τη φορολόγηση του πλούτου εκτείνονται από τους φόβους πως η συνέχιση της ίδιας κατάστασης δεν επαναφέρει στην επικαιρότητα μόνο τις περιγραφές της εξαθλίωσης που έκαναν η Τζέην Ώστεν και ο Μπαλζάκ, αλλά μαζί και την εξεγερσιακή δυναμική, που έδωσε τις μεγάλες Επαναστάσεις του παρελθόντος μέχρι την ανησυχία πως τα πράγματα στην παγκόσμια οικονομία δεν πρόκειται να διορθωθούν όσο συνεχίζεται η αργή απομόχλευση των χρεών και δεν αναλαμβάνεται μια εκτεταμένη καταστροφή κεφαλαίου, που αποτελεί τον αναγκαίο όρο για μια πραγματική ανάκαμψη.
Ανεξαρτήτως, πάντως, του λόγου για τον οποίο γίνεται αυτό, η πραγματικότητα είναι πως το συστημικό πολιτικό φάσμα συζητάει πολύ σοβαρά την ανάγκη φορολόγησης του πλούτου.
Η τοποθέτηση της Αριστεράς
Και η Αριστερά; Το λογικό θα ήταν η δική της τοποθέτηση να είναι σε πολύ ριζοσπαστικότερη κατεύθυνση. Άλλωστε, υπάρχει μια μακρά παράδοση από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο -του οποίου το προγραμματικό αίτημα αρ. 3 ήταν η κατάργηση του κληρονομικού δικαιώματος- και το Πρόγραμμα της Ερφούρτης και εντεύθεν στο συγκεκριμένο ζήτημα, βάσει της οποίας η φορολόγηση του συσσωρευμένου πλούτου συνιστά αδιαπραγμάτευτο αίτημα του εργατικού κινήματος και του μεταβατικού προγράμματός του. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το Πρόγραμμα του Γαλλικού Εργατικού Κόμματος του 1880, την εισαγωγή του οποίου συνέταξε ο ίδιος ο Μαρξ και όπου το σημείο 12 είναι: «Κατάργηση όλων των έμμεσων φόρων και μεταβολή των άμεσων φόρων σε μια προοδευτική φορολογία όλων των εισοδημάτων πέραν των 3000 φράγκων. Απαγόρευση της κληρονομιάς εκ πλαγίου και κάθε κληρονομιάς σε κατευθείαν γραμμή για ποσά που ξεπερνούν τα 20.000 φράγκα».
Ας έλθω, όμως στην τωρινή συζήτηση.
Όπως έχω ξαναγράψει2, “θεωρώ πως έχουμε δίκιο να σαρκάζουμε με τις πρακτικές της κυβέρνησης, η οποία επιτίθεται στην ακίνητη ιδιοκτησία, ενώ εξελέγη μέσα σε οιμωγές για τον «ερυθρό κίνδυνο» απαλλοτρίωσης των σπιτιών. Δεν ακούω, ωστόσο, με καμιά συμπάθεια επιχειρήματα, που εκφράστηκαν από τις γραμμές μας ως εάν να ήταν η άποψη του κόμματος, σύμφωνα με τα οποία εμφανιζόμαστε ως οι κατεξοχήν υπερασπιστές της… ατομικής ιδιοκτησίας. Προσέξτε: όχι της πρώτης κατοικίας, αλλά γενικώς και αορίστως. Σχεδόν σα να μην τίθεται ζήτημα φορολόγησης του συσσωρευμένου πλούτου.
Σε μια άλλη εκδοχή, κυρίως από την πλευρά του Αριστερού Ρεύματος, εμφανίστηκε και η ιδέα πως φορολογήσιμα θα έπρεπε να είναι μόνο όσα περιουσιακά στοιχεία αποφέρουν εισόδημα στον κάτοχό τους. Πάει να πει, δηλαδή, πως αν διαθέτω περιουσία πέντε εκατομμυρίων ευρώ, η οποία δεν αξιοποιείται άμεσα, δεν έχω να «φοβάμαι» τίποτε από μια κυβέρνηση της αριστεράς!
Επιπλέον, υπήρξα αυτήκοος μάρτυρας και της άποψης πως η αυτοτελής φορολόγηση των εσόδων από ενοίκια θα διατηρηθεί! Πράγμα απίστευτο αν κατανοήσουμε τι σημαίνει. Και σημαίνει πως το εισόδημα από μισθωτή εργασία θα φορολογείται στην κλίμακα, ενώ το εισόδημα από ιδιοκτησία όχι”.
Ας έλθω, όμως στην τωρινή συζήτηση.
Όπως έχω ξαναγράψει2, “θεωρώ πως έχουμε δίκιο να σαρκάζουμε με τις πρακτικές της κυβέρνησης, η οποία επιτίθεται στην ακίνητη ιδιοκτησία, ενώ εξελέγη μέσα σε οιμωγές για τον «ερυθρό κίνδυνο» απαλλοτρίωσης των σπιτιών. Δεν ακούω, ωστόσο, με καμιά συμπάθεια επιχειρήματα, που εκφράστηκαν από τις γραμμές μας ως εάν να ήταν η άποψη του κόμματος, σύμφωνα με τα οποία εμφανιζόμαστε ως οι κατεξοχήν υπερασπιστές της… ατομικής ιδιοκτησίας. Προσέξτε: όχι της πρώτης κατοικίας, αλλά γενικώς και αορίστως. Σχεδόν σα να μην τίθεται ζήτημα φορολόγησης του συσσωρευμένου πλούτου.
Σε μια άλλη εκδοχή, κυρίως από την πλευρά του Αριστερού Ρεύματος, εμφανίστηκε και η ιδέα πως φορολογήσιμα θα έπρεπε να είναι μόνο όσα περιουσιακά στοιχεία αποφέρουν εισόδημα στον κάτοχό τους. Πάει να πει, δηλαδή, πως αν διαθέτω περιουσία πέντε εκατομμυρίων ευρώ, η οποία δεν αξιοποιείται άμεσα, δεν έχω να «φοβάμαι» τίποτε από μια κυβέρνηση της αριστεράς!
Επιπλέον, υπήρξα αυτήκοος μάρτυρας και της άποψης πως η αυτοτελής φορολόγηση των εσόδων από ενοίκια θα διατηρηθεί! Πράγμα απίστευτο αν κατανοήσουμε τι σημαίνει. Και σημαίνει πως το εισόδημα από μισθωτή εργασία θα φορολογείται στην κλίμακα, ενώ το εισόδημα από ιδιοκτησία όχι”.
Να κάνουμε αυτήν τη συζήτηση
Δεν είναι παράξενα όλα αυτά; Και δεν ρωτάω για λόγους κομμουνιστικής εμμονής –που κι έτσι δεν θα πείραζε- αλλά για λόγους εντελώς πρακτικούς. Μπορείς ν’ ασκήσεις κοινωνική πολιτική αν δεν «ενοχλήσεις» το συσσωρευμένο πλούτο;
Η απάντηση είναι, προφανώς όχι. Το πρόγραμμά μας ανέκαθεν προβλέπει περιουσιολόγιο3 γιατί επιδιώκουμε να αντλήσουμε άμεσα έσοδα για την ανακούφιση των πληττόμενων κοινωνικών κατηγοριών και μέσω της φορολόγησης του πλούτου.
Προτείνω, λοιπόν, να κάνουμε αυτήν τη συζήτηση ανοιχτά και σε βάθος, πολύ άμεσα. Με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο θα προσθέσουμε σημαντικά επιχειρήματα για τη στήριξη της μεγάλης προσπάθειας που κάνουμε. Το κυριότερο είναι πως θα επαναφέρουμε στην καθημερινή μας πολιτική παρέμβαση της σωστές διαχωριστικές: στην θέση ενός αδιαφοροποίητου λαϊκομετωπισμού την ταξική προσέγγιση, που δεν μπερδεύει την παρθένα με το Σατανά. Που ξέρει πως είναι άλλο ο άνεργος, άλλο η υπάλληλος των 300 ευρώ στο εμπορικό ή ο εκπαιδευτικός των 800 ευρώ και άλλο, έως εντελώς άλλο, ο ιδιοκτήτης και ο εργοδότης, ακόμη και ο «μεσαίος». Τόσο άλλος, που πολλές φορές οι αντιθέσεις μεταξύ τους είναι ανταγωνιστικές. Οπότε, γρήγορα έρχεται η ώρα να αποφασίσεις με ποιόν θα πας και ποιόν θα αφήσεις. Κι αν επιμείνεις να το αποφεύγεις στο διηνεκές δεν υπάρχει καμία περίπτωση να μην το πληρώσεις.
Η απάντηση είναι, προφανώς όχι. Το πρόγραμμά μας ανέκαθεν προβλέπει περιουσιολόγιο3 γιατί επιδιώκουμε να αντλήσουμε άμεσα έσοδα για την ανακούφιση των πληττόμενων κοινωνικών κατηγοριών και μέσω της φορολόγησης του πλούτου.
Προτείνω, λοιπόν, να κάνουμε αυτήν τη συζήτηση ανοιχτά και σε βάθος, πολύ άμεσα. Με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο θα προσθέσουμε σημαντικά επιχειρήματα για τη στήριξη της μεγάλης προσπάθειας που κάνουμε. Το κυριότερο είναι πως θα επαναφέρουμε στην καθημερινή μας πολιτική παρέμβαση της σωστές διαχωριστικές: στην θέση ενός αδιαφοροποίητου λαϊκομετωπισμού την ταξική προσέγγιση, που δεν μπερδεύει την παρθένα με το Σατανά. Που ξέρει πως είναι άλλο ο άνεργος, άλλο η υπάλληλος των 300 ευρώ στο εμπορικό ή ο εκπαιδευτικός των 800 ευρώ και άλλο, έως εντελώς άλλο, ο ιδιοκτήτης και ο εργοδότης, ακόμη και ο «μεσαίος». Τόσο άλλος, που πολλές φορές οι αντιθέσεις μεταξύ τους είναι ανταγωνιστικές. Οπότε, γρήγορα έρχεται η ώρα να αποφασίσεις με ποιόν θα πας και ποιόν θα αφήσεις. Κι αν επιμείνεις να το αποφεύγεις στο διηνεκές δεν υπάρχει καμία περίπτωση να μην το πληρώσεις.
Σημειώσεις
1 Βλ. Πέτρος Σταύρου, Για το βιβλίο του Piketty, το Κεφάλαιο και τις ανισότητες, RedNotebook, 13 Ιουνίου 2014
2 Βλ. Χρήστος Λάσκος, Κρίση και αριστερή πολιτική, Νήσος, 2014
3 Για μια σοβαρή και περιεκτική πραγμάτευση του ζητήματος βλ. Φραγκίσκος Κουτεντάκης, ΕΝΦΙΑ και φόρος καθαρής περιουσίας, Αυγή, 4 Σεπτεμβρίου 2014
2 Βλ. Χρήστος Λάσκος, Κρίση και αριστερή πολιτική, Νήσος, 2014
3 Για μια σοβαρή και περιεκτική πραγμάτευση του ζητήματος βλ. Φραγκίσκος Κουτεντάκης, ΕΝΦΙΑ και φόρος καθαρής περιουσίας, Αυγή, 4 Σεπτεμβρίου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου